grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „αποκλείω“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

αποκλεί|ω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apɔˈkliɔ] VERB cz. przech.

1. αποκλείω (κλείνω έξω, κάνω ή θεωρώ αδύνατο, απαγορεύω τη συμμετοχή):

αποκλείω

2. αποκλείω (κλείνω μέσα):

αποκλείω

3. αποκλείω (κλείνω: δρόμο, πρόσβαση):

αποκλείω

4. αποκλείω (κάνω μπλόκο):

αποκλείω

5. αποκλείω (μποϊκοτάρω):

αποκλείω

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский