grecko » niemiecki

I . ευχαριστ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛfxarisˈtɔ] VERB cz. przech.

1. ευχαριστώ (εκφράζω ευχαριστία):

ευχαριστώ κάποιον για κάτι
σ' ευχαριστώ που με βοήθησες
ορίστε - ευχαριστώ
ευχαριστώ - παρακαλώ
πώς τα πας; - καλά, ευχαριστώ
θέλεις; - όχι, ευχαριστώ
ευχαριστώ πολύ!
ευχαριστώ πάρα πολύ!
χίλια ευχαριστώ!
σας ευχαριστώ/ευχαριστούμε!

2. ευχαριστώ (δίνω χαρά):

ευχαριστώ

Przykładowe zdania ze słowem ευχαριστώ

ευχαριστώ - παρακαλώ
ορίστε - ευχαριστώ
ευχαριστώ - τίποτα
ορίστε – ευχαριστώ
φτάνει, ευχαριστώ
ευχαριστώ πολύ!
χίλια ευχαριστώ!
όχι, ευχαριστώ
αρκετά, ευχαριστώ
ευχαριστώ κάποιον για κάτι
θέλεις; - όχι, ευχαριστώ
ευχαριστώ πάρα πολύ!
όχι, ευχαριστώ, χόρτασα
σας ευχαριστώ/ευχαριστούμε!
πώς τα πας; - καλά, ευχαριστώ
σ' ευχαριστώ που με βοήθησες

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский