grecko » niemiecki

θαμπ|ός <-ή, -ό> [θamˈbɔs] PRZYM.

1. θαμπός (όχι διαυγής):

θαμπός

2. θαμπός (που δε γυαλίζει, φως):

θαμπός

3. θαμπός (τζάμι: θολό από υγρασία):

θαμπός

4. θαμπός (που δε διακρίνεται καλά):

θαμπός

5. θαμπός (φωτογραφία):

θαμπός

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский