grecko » niemiecki

λάστιχο [ˈlastixɔ] SUBST r.n.

1. λάστιχο (υλικό):

λάστιχο
Gummi r.m. o r.n.

2. λάστιχο (λουράκι):

λάστιχο
Gummi r.n.
στρογγυλό λάστιχο
Gummiring r.m.

3. λάστιχο (αυτοκινήτου):

λάστιχο
Reifen r.m.
με έπιασε λάστιχο
αγωνιστικό λάστιχο
λάστιχο παντός καιρού
καλοκαιρινό λάστιχο
λάστιχο χιονιού, χειμερινό λάστιχο

4. λάστιχο (γομολάστιχα):

λάστιχο

άνθρωπος-λάστιχο SUBST

Hasło od użytkownika

Przykładowe zdania ze słowem λάστιχο

λάστιχο χιονιού, χειμερινό λάστιχο
αλλάζω λάστιχο
στρογγυλό λάστιχο
αγωνιστικό λάστιχο
καλοκαιρινό λάστιχο
μείναμε από λάστιχο
λάστιχο παντός καιρού
με έπιασε λάστιχο

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский