grecko » niemiecki

καιρός [cɛˈrɔs] SUBST r.m.

2. καιρός (χρόνος):

καιρός
Zeit r.ż.
ο καιρός περνάει γρήγορα
όσο περνάει ο καιρός τόσο
ο παλιός (καλός) καιρός

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский