απάτη [aˈpati] SUBST r.ż.
1. απάτη (δόλια ενέργεια):
-
Betrug r.m.
-
Computerbetrug r.m.
-
Versicherungsbetrug r.m.
-
Kapitalanlagebetrug r.m.
-
καταπολέμηση r.ż. της απάτης POLIT.
-
Betrugsbekämpfung r.ż.
-
Ευρωπαϊκή υπηρεσία r.ż. καταπολέμησης της απάτης UE