grecko » niemiecki

αρχαιότητα [arçɛˈɔtita] SUBST r.ż.

1. αρχαιότητα (εποχή):

Altertum r.n.
Antike r.ż.
Altertümer r.n. l.mn.

2. αρχαιότητα (σε υπηρεσία):

αρχαιότερ|ος <-η, -ο> [arçɛˈɔtɛrɔs] PRZYM. (σε εταιρεία)

αρχαϊστής (αρχαΐστρια) [arxaisˈtis, arxaˈistria] SUBST r.m. (r.ż.)

αρχαϊστής (αρχαΐστρια)
Archaist(in) r.m. (r.ż.)

αρχαιότροπ|ος <-η, -ο> [arçɛˈɔtrɔpɔs] PRZYM.

αρχαιολάτρης (αρχαιολάτρισσα) [arçɛɔˈlatris, arçɛɔˈlatrisa] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

αρχαϊστικ|ός <-ή, -ό> [arxaistiˈkɔs] PRZYM.

αρχαιόγναθα [arçɛˈɔɣnaθa] SUBST r.n. l.mn.

αρχαϊσμός [arxaizˈmɔs] SUBST r.m.

αρχαΐζουσα [arxaˈizusa] SUBST r.ż. (γλώσσα)

αρχαιοπρεπ|ής <-ής, -ές> [arçɛɔprɛˈpis] PRZYM.

αρχαιογνωσία [arçɛɔɣnɔˈsia] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский