grecko » niemiecki

διακεκριμέν|ος <-η, -ο> [ðiacɛkriˈmɛnɔs] PRZYM. (έξοχος)

διακεκριμένος

διακεκριμέν|ος <-η, -ο> [ðiacɛkriˈmɛnɔs] PRZYM.

1. διακεκριμένος (θέματα):

διακεκριμένος

2. διακεκριμένος (επιστήμονας, καλλιτέχνης):

διακεκριμένος

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский