grecko » niemiecki

διοικητήριο [ðiiciˈtiriɔ] SUBST r.n.

διοικητής (διοικήτρια) [ðiiciˈtis, ðiiˈcitria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

1. διοικητής (που έχει τον έλεγχο εγγράφων, οργάνωσης κτλ):

διοικητής (διοικήτρια)
Verwalter(in) r.m. (r.ż.)

2. διοικητής (που διευθύνει):

διοικητής (διοικήτρια)
Leiter(in) r.m. (r.ż.)

διοικητική [ðiicitiˈci] SUBST r.ż. GOSP.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский