grecko » niemiecki

εκσυγχρονιστής (εκσυγχονίστρια) [ɛksiŋxrɔnisˈtis, ɛksiŋxrɔˈnistria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

εκσυγχρονιστής (εκσυγχονίστρια)
Modernisierer(in) r.m. (r.ż.)

εκσυγχρονισμός [ɛksiŋxrɔnizˈmɔs] SUBST r.m.

εκσυγχρονί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksiŋxrɔˈnizɔ] VERB cz. przech.

ασυγχρόνιστ|ος <-η, -ο> [asiŋˈxrɔnistɔs] PRZYM.

1. ασυγχρόνιστος (μηχάνημα):

2. ασυγχρόνιστος przen. (απροσάρμοστος στο πνεύμα της εποχής):

κονίστρα [kɔˈnistra] SUBST r.ż. και przen.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский