grecko » niemiecki

I . ενήλικ|ος <-η, -ο> [ɛˈnilikɔs] PRZYM.

1. ενήλικος (που δεν είναι πια παιδί):

II . ενήλικ|ος <-η, -ο> [ɛˈnilikɔs] SUBST r.m./r.ż.

1. ενήλικος (αυτός που δεν είναι πια παιδί):

2. ενήλικος PR. (αυτός που έκλεισε τα 18):

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский