grecko » niemiecki

επισκέπτης (επισκέπτρια) [ɛpiˈscɛptis, ɛpiˈscɛptria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

επισκόπησ|η <-εις> [ɛpiˈskɔpisi] SUBST r.ż.

επισκεπτήριο [ɛpiscɛpˈtiriɔ] SUBST r.n.

1. επισκεπτήριο (κάρτα):

Visitenkarte r.ż.

2. επισκεπτήριο (ώρες επισκέψεων):

Besuchszeit r.ż.

επισκοπή [ɛpiskɔˈpi] SUBST r.ż.

1. επισκοπή (αξίωμα):

2. επισκοπή (εκκλησιαστική περιφέρεια):

Bistum r.n.

3. επισκοπή (κατοικία):

επισκοπ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα> [ɛpiskɔˈpɔ] VERB cz. przech.

επισκευά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛpiscɛˈvazɔ] VERB cz. przech.

επισκέ|πτομαι <-φτηκα> [ɛpiˈscɛptɔmɛ] VERB zaim. wsk. cz. przech.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский