grecko » niemiecki

εφημεριδοπώλης (εφημεριδοπώλισσα) [ɛfimɛriðɔˈpɔlis, ɛfimɛriðɔˈpɔlisa] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

1. εφημεριδοπώλης (σε κατάστημα):

εφημεριδοπώλης (εφημεριδοπώλισσα)
Zeitungshändler(in) r.m. (r.ż.)

2. εφημεριδοπώλης (στο δρόμο):

εφημεριδοπώλης (εφημεριδοπώλισσα)
Zeitungsverkäufer(in) r.m. (r.ż.)

αγριομέλισσα [aɣriɔˈmɛlisa] SUBST r.ż.

περιβολάρ|ης <-ηδες> [pɛrivɔˈlaris] SUBST r.m., περιβολάρισσα [pɛrivɔˈlarisa] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский