grecko » niemiecki

ιδιοφυ|ής <-ής, -ές> [iðiɔfiˈis] PRZYM.

ιδιοτιμή [iðiɔtiˈmi] SUBST r.ż. MAT.

ιδιοπαθ|ής <-ής, -ές> [iðiɔpaˈθis] PRZYM.

ιδιοτελ|ής <-ής, -ες> [iðiɔtɛˈlis] PRZYM.

I . ιδιότυπ|ος <-η, -ο> [iðiˈɔtipɔs] PRZYM.

1. ιδιότυπος (ιδιόρρυθμος):

2. ιδιότυπος (παράξενος):

II . ιδιότυπ|ος [iðiˈɔtipɔs] SUBST r.m. BIOL.

ιδιοτυπία [iðiɔtiˈpia] SUBST r.ż.

1. ιδιοτυπία (ιδιορρυθμία):

2. ιδιοτυπία (παραξενιά):

Eigenart r.ż.

3. ιδιοτυπία BIOL.:

Idiotypie r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский