grecko » niemiecki

κοινοποίησ|η <-εις> [cinɔˈpiisi] SUBST r.ż.

1. κοινοποίηση (γνωστοποίηση):

2. κοινοποίηση (εγγράφου):

Zustellung r.ż.

κοινοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [cinɔpiˈɔ] VERB cz. przech.

1. κοινοποιώ (γνωστοποιώ):

2. κοινοποιώ (έγγραφο):

κοινολόγησ|η <-εις> [cinɔˈlɔjisi] SUBST r.ż.

κοινοτικοποίησ|η <-εις> [cinɔtikɔˈpiisi] SUBST r.ż. UE

κοινωνικοποίησ|η <-εις> [cinɔnikɔˈpiisi] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский