grecko » niemiecki

συναγωνιστής (συναγωνίστρια) [sinaɣɔnisˈtis, sinaɣɔˈnistria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

1. συναγωνιστής (συμμαχητής):

συναγωνιστής (συναγωνίστρια)
Mitstreiter(in) r.m. (r.ż.)

2. συναγωνιστής (ανταγωνιστής):

συναγωνιστής (συναγωνίστρια)
Konkurrent(in) r.m. (r.ż.)

συναγωνιστικ|ός <-ή, -ό> [sinaɣɔnistiˈkɔs] PRZYM.

1. συναγωνιστικός (αναφερόμενος σε συναγωνισμό):

Konkurrenz-

2. συναγωνιστικός (ανταγωνιστικός):

συναγωνισμός [sinaɣɔnizˈmɔs] SUBST r.m.

2. συναγωνισμός (σύνολο ανταγωνιστών):

Konkurrenz r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский