grecko » niemiecki

ταχύτητα [taˈçitita] SUBST r.ż.

1. ταχύτητα FIZ.:

ταχύτητα
ελαττώνω την ταχύτητα (σε όχημα)
ταχύτητα ανάφλεξης MECH.
αρχική ταχύτητα
ταχύτητα διάδοσης
ταχύτητα του φωτός
ταχύτητα του ήχου
σχετική ταχύτητα
σχετική ταχύτητα
υπερηχητική ταχύτητα
ταχύτητα μεταφοράς INF.

2. ταχύτητα (γρηγοράδα):

ταχύτητα

ταχύτητα SUBST

Hasło od użytkownika
ταχύτητες r.ż. l.mn. MOT.
ταχύτητες r.ż. l.mn. MOT.
Schaltung r.ż.

ταχύτητα SUBST

Hasło od użytkownika
γωνιακή ταχύτητα r.ż. FIZ.

Przykładowe zdania ze słowem ταχύτητα

ταχύτητα r.ż. φλόγας
ταχύτητα r.ż. διάβρωσης
ταχύτητα r.ż. διάχυσης
ταχύτητα r.ż. ανάγνωσης INF.
ταχύτητα r.ż. ανέμου
ταχύτητα r.ż. σύγκλισης
ταχύτητα r.ż. φωτοφράκτη
ταχύτητα r.ż. απόκλισης
κεκτημένη ταχύτητα
ταχύτητα ανάφλεξης MECH.
αρχική ταχύτητα
σχετική ταχύτητα
υπερηχητική ταχύτητα
ταχύτητα μεταφοράς INF.
ταχύτητα διάδοσης

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский