grecko » niemiecki

υποχρεώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ipɔxrɛˈɔnɔ] VERB cz. przech.

1. υποχρεώνω (επιβάλλω κάτι σε κάποιον):

2. υποχρεώνω (προκαλώ ευγνωμοσύνη):

3. υποχρεώνω (αναγκάζω):

υποχρεωτικ|ός <-ή, -ό> [ipɔxrɛɔtiˈkɔs] PRZYM.

υπόχρε|ος <-η, -ο> [iˈpɔxrɛɔs] PRZYM.

1. υπόχρεος (υποχρεωμένος):

2. υπόχρεος (ευγνώμων):

υποχρωμία [ipɔxrɔˈmia] SUBST r.ż. MED.

υποτείνουσα [ipɔˈtinusa] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский