grecko » niemiecki

I . υποψήφι|ος <-α, -ο> [ipɔˈpsifi|ɔs, -a] PRZYM.

1. υποψήφιος (για θέση ή αξίωμα):

2. υποψήφιος (δυνητικός):

II . υποψήφι|ος <-α, -ο> [ipɔˈpsifi|ɔs, -a] SUBST r.m./r.ż.

1. υποψήφιος (για θέση ή αξίωμα):

Kandidat(in) r.m. (r.ż.)

2. υποψήφιος (που υπέβαλε αίτηση):

Bewerber(in) r.m. (r.ż.)

μειοψηφικ|ός <-ή, -ό> [miɔspifiˈkɔs] PRZYM.

μονοψήφι|ος <-α, -ο> [mɔnɔˈpsifiɔs] PRZYM.

διψήφι|ος <-α, -ο> [ðiˈpsifiɔs] PRZYM.

τριψήφι|ος <-α, -ο> [triˈpsifiɔs] PRZYM.

πολυψήφι|ος <-α, -ο> [pɔliˈpsifiɔs] PRZYM.

πλειοψηφικ|ός <-ή, -ό> [pliɔpsifiˈkɔs] PRZYM.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский