grecko » niemiecki

αλληλ- [alil-] KOMP

αλληλ-

αλληλούια [aliˈlui̯a] WK

αλληλουχία [aliluˈçia] SUBST r.ż.

1. αλληλουχία (ακολουθία):

Folge r.ż.

2. αλληλουχία (σχέση):

αλληλογραφ|ώ <-είς, -ησα> [alilɔɣraˈfɔ] VERB cz. nieprzech. (διατηρώ αλληλογραφία)

αλλού [aˈlu] PRZYSŁ.

1. αλλού (βρισκόμενος σε άλλον τόπο):

2. αλλού (προς άλλον τόπο):

I . αλλά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [aˈlazɔ] VERB cz. przech.

5. αλλάζω (επιστρέφω στο κατάστημα αγοράς):

6. αλλάζω (χρήματα):

II . αλλά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [aˈlazɔ] VERB cz. nieprzech.

αλλεπάλληλ|ος <-η, -ο> [alɛˈpalilɔs] PRZYM.

1. αλλεπάλληλος (επανειλημμένος):

2. αλλεπάλληλος (που ακολουθεί ο ένας τον άλλον):

αλλαχού PRZYSŁ.

Hasło od użytkownika

αλληλούχιση SUBST

Hasło od użytkownika

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский