grecko » niemiecki

δυναστεία [ðinasˈtia] SUBST r.ż.

1. δυναστεία (σειρά ηγεμόνων ίδιου γένους):

Dynastie r.ż.

2. δυναστεία (άσκηση τυραννίας):

I . δυναστ|εύω <-εψα> [ðinasˈtɛvɔ] VERB cz. nieprzech. (κυριαρχώ)

II . δυναστ|εύω <-εψα> [ðinasˈtɛvɔ] VERB cz. przech. (άσκω τυραννία σε κάποιον)

δράστης [ˈðrastis] SUBST r.m., δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST r.ż.

δυναστικ|ός <-ή, -ό> [ðinastiˈkɔs] PRZYM.

1. δυναστικός (της δυναστείας):

dynastisch, Dynastie-

2. δυναστικός (καταπιεστικός, αυθαίρετος):

δυναμίτης [ðinaˈmitis] SUBST r.m., δυναμίτιδα [ðinaˈmitiða] SUBST r.ż.

δυνάστης (δυνάστρια) [ðiˈnastis, ðiˈnastria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

1. δυνάστης (απόλυτος άρχοντας):

δυνάστης (δυνάστρια)
Gewaltherrscher(in) r.m. (r.ż.)

2. δυνάστης przen. (άνθρωπος τυραννικός):

δυνάστης (δυνάστρια)
Tyrann(in) r.m. (r.ż.)

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский