grecko » niemiecki

δυναμίτης [ðinaˈmitis] SUBST r.m., δυναμίτιδα [ðinaˈmitiða] SUBST r.ż.

δυναμικότητα [ðinamiˈkɔtita] SUBST r.ż.

1. δυναμικότητα (βαθμός απόδοσης):

2. δυναμικότητα (δυναμισμός):

Energie r.ż.
Tatkraft r.ż.

δυναμωτικό [ðinamɔtiˈkɔ] SUBST r.n.

δυναμωτικ|ός <-ή, -ό> [ðinamɔtiˈkɔs] PRZYM.

δυναμόμετρο [ðinaˈmɔmɛtrɔ] SUBST r.n.

φλαουτίστας [flauˈtistas] SUBST r.m., φλαουτίστα [flauˈtista], φλαουτίστρια [flauˈtistria] SUBST r.ż.

δυναστεία [ðinasˈtia] SUBST r.ż.

1. δυναστεία (σειρά ηγεμόνων ίδιου γένους):

Dynastie r.ż.

2. δυναστεία (άσκηση τυραννίας):

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский