grecko » niemiecki

I . εξαιρ|ώ <-είς, -εσα, -έθηκα, -εμένος> [ɛksɛˈrɔ] VERB cz. przech.

1. εξαιρώ (θεωρώ εξαιρετέο, δε συμπεριλαμβάνω):

εξαιρώ

2. εξαιρώ (από καθήκον):

εξαιρώ

II . εξαιρούμαι VERB cz. zwr.

εξ|αίρω <-ήρα, -άρθηκα, -αρμένος> [ɛˈksɛrɔ] VERB cz. przech. (τονίζω ιδιαίτερα)

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский