grecko » niemiecki

ημέρα [iˈmɛra], μέρα [ˈmɛra] SUBST r.ż.

ημέρα
Tag r.m.
όλη την ημέρα/τη μέρα
ζει από ημέρα σε ημέρα
Tagesmenü r.n.
εργάσιμη ημέρα
Werktag r.m.
ημέρα αργίας
Ruhetag r.m.
Sommertag r.m.
πολιτική ημέρα ASTRON.
σεληνιακή ημέρα
Mondtag r.m.
Herbsttag r.m.
ημέρα του χειμώνα
Wintertag r.m.
χειμερινή ημέρα
Wintertag r.m.
η ημέρα της Κρίσεως
η ημέρα της Κρίσεως
Tagesende r.n.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский