grecko » niemiecki

ημιδιαφαν|ής <-ής, -ές> [imiðiafaˈnis] PRZYM.

διαφαν|ής <-ής, -ές> [ðiafaˈnis], διάφαν|ος [ðiˈafanɔs] <-η, -ο> PRZYM.

2. διαφανής przen. (προφανής):

3. διαφανής przen. (σωστός, όχι κρυφτός):

αδιαφαν|ής <-ής, -ές> [aðiafaˈnis] PRZYM.

ημιδιατροφή [imiðiatrɔˈfi] SUBST r.ż.

οψιδιανός [ɔpsiðiaˈnɔs] SUBST r.m. GEOL.

διάτανος

διάτανος s. διάβολος

Zobacz też διάβολος

διάβολος [ˈðjavɔlɔs] SUBST r.m.

Teufel r.m.
άι στο διά(β)ολο! wulg.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский