καταστροφή [katastrɔˈfi] SUBST r.ż.
2. καταστροφή (συμφορά):
-
Katastrophe r.ż.
-
το γεύμα ήταν τέλεια καταστροφή przen.
-
Umweltkatastrophe r.ż.
-
αποτίμηση r.ż. της καταστροφής
-
Katastrophenbilanz r.ż.
3. καταστροφή (ανθρώπου):
-
Ruin r.m.