grecko » niemiecki

κάτασπρ|ος <-η, -ο> [ˈkatasprɔs] PRZYM.

καταστροφή [katastrɔˈfi] SUBST r.ż.

κατασπαρά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [kataspaˈrazɔ] VERB cz. przech. (σκίζω σε κομμάτια)

κατάσπαρτ|ος <-η, -ο> [kaˈtaspartɔs] PRZYM.

κατ|αστρέφω <-άστρεψα [ή -έστρεψα], -αστράφηκα, -αστραμμένος> [kataˈstrɛfɔ] VERB cz. przech.

1. καταστρέφω (αφανίζω):

2. καταστρέφω (άνθρωπο, την υπόστασή του):

κατ|αστρώνω <-άστρωσα [ή -έστρωσα], -αστρώθηκα, -αστρωμένος> [kataˈstrɔnɔ] VERB cz. przech.

κατασβή|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kataˈzvinɔ] VERB cz. przech.

1. κατασβήνω (φωτιά, δίψα):

2. κατασβήνω (περιέργεια):

3. κατασβήνω (καταπνίγω: εξέγερση):

κατασκευή [katascɛˈvi] SUBST r.ż.

2. κατασκευή (δρόμου, γέφυρας):

Bau r.m.
Baukosten l.mn.

3. κατασκευή (σύνολο συναρμολογήσεων, οικοδόμημα):

Konstruktion r.ż.

4. κατασκευή (δομή):

Struktur r.ż.

5. κατασκευή (επινόηση):

Erfindung r.ż.

κατάστιχο [kaˈtastixɔ] SUBST r.n.

καταστολή [katastɔˈli] SUBST r.ż. (κατάπνιξη, συγκράτηση)

κατασφά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [kataˈsfazɔ] VERB cz. przech.

κατασπαταλ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [kataspataˈlɔ] VERB cz. przech.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский