grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „πίστωση“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

πίστωσ|η <-εις> [ˈpistɔsi] SUBST r.ż.

1. πίστωση (δάνειο):

πίστωση
Kredit r.m.
με πίστωση/επί πιστώσει
αγροληπτική πίστωση
αγροτική πίστωση
άμεση πίστωση
ανοιχτή πίστωση
αποσβεστική πίστωση
πίστωση αρωγής
εμπορική πίστωση
ενέγγυα πίστωση
Akkreditiv r.n.
Akkreditivauftraggeber(in) r.m. (r.ż.)
πίστωση εν λευκώ
ειδική πίστωση
Kreditkosten l.mn.
ηλεκτρονική πίστωση
E-Kredit r.m.
μικρή πίστωση
οικοδομική πίστωση
Baukredit r.m.
τραπεζική πίστωση
Bankkredit r.m.

2. πίστωση (εγγραφή ποσού σε λογαριασμό):

πίστωση
Gutschrift r.ż.

Przykładowe zdania ze słowem πίστωση

ανοιχτή πίστωση
αποσβεστική πίστωση
πίστωση αρωγής
εμπορική πίστωση
ενέγγυα πίστωση
ειδική πίστωση
ηλεκτρονική πίστωση
μικρή πίστωση
οικοδομική πίστωση
τραπεζική πίστωση
αγροληπτική πίστωση
αγροτική πίστωση
άμεση πίστωση
πουλώ κάτι με πίστωση

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский