grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „αναγκαστικός“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

αναγκαστικ|ός <-ή, -ό> [anaŋgastiˈkɔs] PRZYM.

1. αναγκαστικός (υποχρεωτικός):

αναγκαστικός
Pflicht-

2. αναγκαστικός (επιβαλλόμενος από τις συνθήκες):

αναγκαστικός
Not-
Notlandung r.ż.

Przykładowe zdania ze słowem αναγκαστικός

αναγκαστικός συμβιβασμός
αναγκαστικός πλειστηριασμός PR.
αναγκαστικός διαχειριστής PR.
αναγκαστικός επαναπατρισμός

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский