grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „ανατρέπω“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

αν|ατρέπω <-έτρεψα, -ατράπηκα> [anaˈtrɛpɔ] VERB cz. przech.

1. ανατρέπω (βάρκα):

ανατρέπω

2. ανατρέπω (αυτοκίνητο):

ανατρέπω

3. ανατρέπω (ρίχνω κάτω):

ανατρέπω

4. ανατρέπω (τα σχέδια κάποιου):

ανατρέπω

5. ανατρέπω (κυβέρνηση, δικτάτορα):

ανατρέπω

6. ανατρέπω (ισχυρισμό):

ανατρέπω

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский