grecko » niemiecki

ανειδίκευτ|ος <-η, -ο> [aniˈðicɛftɔs] PRZYM. (εργάτης)

ειδίκευσ|η <-εις> [iˈðicɛfsi] SUBST r.ż.

εξειδίκευσ|η <-εις> [ɛksiˈðicɛfsi] SUBST r.ż.

I . ειδικ|εύω <-ευσα [ή -εψα], -εύτηκα, -ευμένος> [iðiˈcɛvɔ] VERB cz. przech.

1. ειδικεύω (περιορίζω το λόγο σε ένα μόνο θέμα):

2. ειδικεύω (εκπαιδεύω):

II . ειδικεύομαι VERB cz. zwr.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский