grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „ανεπάρκεια“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

ανεπάρκεια [anɛˈparcia] SUBST r.ż.

1. ανεπάρκεια (γενικά: έλλειψη ποσότητας ή ποιότητας):

ανεπάρκεια

2. ανεπάρκεια (έλλειψη των απαιτούμενων αγαθών ή χρημάτων):

ανεπάρκεια
Knappheit r.ż.
ανεπάρκεια τροφίμων

3. ανεπάρκεια MED. (οργάνου):

ανεπάρκεια
ανεπάρκεια
Insuffizienz r.ż.
αναπνευστική ανεπάρκεια
ανοσολογική ανεπάρκεια
βαλβιδική ανεπάρκεια
διανοητική ανεπάρκεια
ηπατική ανεπάρκεια
καρδιακή ανεπάρκεια
νεφρική ανεπάρκεια
νεφρική ανεπάρκεια

Przykładowe zdania ze słowem ανεπάρκεια

διανοητική ανεπάρκεια
αναπνευστική ανεπάρκεια
ανοσολογική ανεπάρκεια
καρδιακή ανεπάρκεια
ανεπάρκεια τροφίμων
βαλβιδική ανεπάρκεια
ηπατική ανεπάρκεια
νεφρική ανεπάρκεια
πρωτεϊνική ανεπάρκεια

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский