grecko » niemiecki

αντιμετωπί|ζω <-σα, -στηκα> [andimɛtɔˈpizɔ] VERB cz. przech.

1. αντιμετωπίζω (εχθρό, κίνδυνο):

αντιμετωπίζω κάτι

2. αντιμετωπίζω (αντεπεξέρχομαι):

αντιμετωπίζω κάτι

3. αντιμετωπίζω (συναντώ: δυσκολίες):

αντιμετωπίζω κάτι
αντιμετωπίζω προβλήματα

αντιμετωπίζω VERB

Hasło od użytkownika

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский