grecko » niemiecki

αντλία [anˈdlia] SUBST r.ż.

αντλία
Pumpe r.ż.
αντλία αέρος/αέρα
Luftpumpe r.ż.
αντλία ασβεστίου
Kalziumpumpe r.ż.
αντλία βενζίνης
Benzinpumpe r.ż.
αντλία διάχυσης FIZ.
επαγωγική αντλία
ηλεκτρική αντλία
Elektropumpe r.ż.
αντλία θερμότητας
Wärmepumpe r.ż.
αντλία ινσουλίνης
Insulinpumpe r.ż.
αντλία καυσίμων
αντλία λαδιού
Ölpumpe r.ż.
μοριακή αντλία
αντλία νερού
Wasserpumpe r.ż.
Zahnradpumpe r.ż.
αντλία πρωτονίων
στοματική αντλία
Munddusche r.ż.
αντλία συμπύκνωσης FIZ.

αντλία SUBST

Hasło od użytkownika
αντλία λυμάτων r.ż.

Αντλία [anˈdlia] SUBST r.ż. (αστερισμός)

Przykładowe zdania ze słowem αντλία

αντλία r.ż. πρωτονίων
αντλία r.ż. καυσίμων
Saugpumpe r.ż.
αντλία ασβεστίου
αντλία βενζίνης
αντλία διάχυσης FIZ.
επαγωγική αντλία
ηλεκτρική αντλία
αντλία καυσίμων
αντλία λαδιού
Ölpumpe r.ż.
μοριακή αντλία
αντλία πρωτονίων
στοματική αντλία

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский