grecko » niemiecki

αξιοθέατο [aksiɔˈθɛatɔ] SUBST r.n.

αξιοσέβαστ|ος <-η, -ο> [aksiɔˈsɛvastɔs] PRZYM.

νεοσύστατ|ος <-η, -ο> [nɛɔˈsistatɔs] PRZYM.

αξιοθέατ|ος <-η, -ο> [aksiɔˈθɛatɔs] PRZYM.

αερόστατο [aɛˈrɔstatɔ] SUBST r.n.

1. αερόστατο:

Ballon r.m.

2. αερόστατο (θερμού αέρα) SPORT:

αξιοπιστία [aksiɔpisˈtia] SUBST r.ż.

1. αξιοπιστία (ενός μάρτυρα) PR.:

2. αξιοπιστία (πηγής πληροφοριών):

αξιοσημείωτ|ος <-η, -ο> [aksiɔsiˈmiɔtɔs] PRZYM.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский