αποθήκευσ|η <-εις> [apɔˈθicɛfsi] SUBST r.ż.
1. αποθήκευση (αγαθών, τροφίμων):
-
Lagerung r.ż.
-
Waffenlagerung r.ż.
-
Lebensmittellagerung r.ż.
-
διάρκεια r.ż. της αποθήκευσης
-
Lagerzeit r.ż.
-
διάρκεια r.ż. της αποθήκευσης
-
Lagerdauer r.ż.
-
έξοδα r.n. l.mn. αποθήκευσης
-
Lagerkosten l.mn.
-
έπιπλα r.n. l.mn. αποθήκευσης (για γραφείο)
-
τέλη r.n. l.mn. αποθήκευσης
2. αποθήκευση (ενέργειας) INF.:
-
Speicherung r.ż.
-
Datenspeicherung r.ż.
-
Energiespeicherung r.ż.
-
μέσο r.n. αποθήκευσης
-
Speichermedium r.n.
-
πυκνότητα r.ż. αποθήκευσης
-
Speicherdichte r.ż.