grecko » niemiecki

αρχιδούκας [arçiˈðukas] SUBST r.m.

αρχιτέκτονας [arçiˈtɛktɔnas] SUBST mf, αρχιτεκτόνισσα [arçitɛkˈtɔnisa] SUBST r.ż.

αρχιδιάκονος [arçiðiˈakɔnɔs] SUBST r.m.

αρχιδικαστής [arçiðikasˈtis] SUBST mf (στη Μεγάλη Βρετανία και στις Η.Π.Α)

αρχικοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [arçikɔpiˈɔ] VERB cz. przech. INF.

αρχικοποίησ|η <-εις> [arçikɔˈpiisi] SUBST r.ż. INF.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский