grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „αύξηση“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

αύξησ|η <-εις> [ˈafksisi] SUBST r.ż.

1. αύξηση (ανέβασμα):

αύξηση
Erhöhung r.ż.
αύξηση μισθού
παίρνω αύξηση
αύξηση τιμολογίου
αύξηση δαπανών
αύξηση (του) φόρου

2. αύξηση (απόκτηση μεγαλύτερης έκτασης: εγκληματικότητας κτλ):

αύξηση
Zunahme r.ż.
αύξηση
Zuwachs r.m.
αύξηση του πληθυσμού
αύξηση κεφαλαίου
αύξηση τζίρου
Zuwachsrate r.ż.
Zuwachsrate r.ż.
αύξηση του κέρδους
αύξηση των τιμών

3. αύξηση JĘZ.:

αύξηση
Augment r.n.

Przykładowe zdania ze słowem αύξηση

αύξηση r.ż. κινδύνου
αύξηση r.ż. τζίρου
αύξηση μισθού
παίρνω αύξηση
αύξηση δαπανών
αύξηση κεφαλαίου
αύξηση τζίρου
αύξηση r.ż. του κεφαλαίου
αύξηση/μείωση r.ż. της αξίας
αύξηση r.ż. του ενοικίου
αύξηση r.ż. (του) φόρου
αύξηση r.ż. των εξόδων
(γενική) αύξηση r.ż. τιμών GOSP.
αύξηση r.ż. της ζήτησης
αύξηση r.ż. των πωλήσεων
αύξηση r.ż. των εισαγωγών

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский