grecko » niemiecki

γουρσούζης

γουρσούζης s. γρουσούζης

Zobacz też γρουσούζης

I . γρουσούζ|ης [ɣruˈsuzis], γουρσούζ|ης [ɣurˈsuzis] <-α, -ικο> PRZYM.

II . γρουσούζ|ης [ɣruˈsuzis], γουρσούζ|ης [ɣurˈsuzis] <-α, -ικο> SUBST r.m./r.ż. (αυτός που φέρνει κακοτυχία)

I . γρουσούζ|ης [ɣruˈsuzis], γουρσούζ|ης [ɣurˈsuzis] <-α, -ικο> PRZYM.

II . γρουσούζ|ης [ɣruˈsuzis], γουρσούζ|ης [ɣurˈsuzis] <-α, -ικο> SUBST r.m./r.ż. (αυτός που φέρνει κακοτυχία)

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский