grecko » niemiecki

διδασκαλία [ðiðaskaˈlia] SUBST r.ż.

1. διδασκαλία (ασχόληση του δασκάλου):

3. διδασκαλία (σύνολο διδαγμάτων δόγματος):

Lehre r.ż.

4. διδασκαλία TEATR:

Inszenierung r.ż.

διδασκαλείο [ðiðaskaˈliɔ] SUBST r.n.

διδάσκαλος (διδασκάλισσα) [ðiˈðaskalɔs, ðiðasˈkalisa] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

διδάσκαλος (διδασκάλισσα)
Lehrer(in) r.m. (r.ż.)

μπακάλ|ης <-ηδες> [baˈkalis] SUBST r.m., μπακάλισσα [baˈkalisa] SUBST r.ż.

βασιλι|άς <-άδες> [vasiˈʎas] SUBST r.m., βασίλισσα [vaˈsilisa] SUBST r.ż.

1. βασιλιάς (άρχοντας):

König(in) r.m. (r.ż.)

2. βασιλιάς (στο σκάκι):

König r.m.
Dame r.ż.
Damenflanke r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский