grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „δικαιοπραξία“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

δικαιοπραξία [ðicɛɔpraˈksia] SUBST r.ż.

1. δικαιοπραξία PR. (πράξη):

δικαιοπραξία
εικονική δικαιοπραξία
ανικανότητα r.ż. για δικαιοπραξία

2. δικαιοπραξία PR. (ικανότητα):

δικαιοπραξία
(περιορισμένα) ικανός για δικαιοπραξία

Przykładowe zdania ze słowem δικαιοπραξία

αιτιώδης δικαιοπραξία PR.
εικονική δικαιοπραξία
(περιορισμένα) ικανός για δικαιοπραξία
ανικανότητα r.ż. για δικαιοπραξία

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский