grecko » niemiecki

εκδικητής (εκδικήτρια) [ɛkðiciˈtis, ɛkðiˈcitria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

εκδικητής (εκδικήτρια)
Rächer(in) r.m. (r.ż.)

εκδικητικ|ός <-ή, -ό> [ɛkðicitiˈkɔs] PRZYM.

1. εκδικητικός (σχετικός με την εκδίκηση):

Rache-

2. εκδικητικός (άνθρωπος):

εκδικητικότητα [ɛkðicitiˈkɔtita] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский