grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „εκπαίδευση“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

εκπαίδευσ|η <-εις> [ɛkˈpɛðɛfsi] SUBST r.ż.

1. εκπαίδευση (για ορισμένη εργασία):

εκπαίδευση
Ausbildung r.ż.

2. εκπαίδευση (μαθήματα):

εκπαίδευση
Unterricht r.m.

3. εκπαίδευση (παιδιού: ανατροφή):

εκπαίδευση
Erziehung r.ż.
ανώτατη εκπαίδευση
ανωτέρα εκπαίδευση
Fortbildung r.ż.
δευτεροβάθμια εκπαίδευση
δευτεροβάθμια εκπαίδευση
δημόσια εκπαίδευση
δημοτική εκπαίδευση
εκπαίδευση ενηλίκων
επαγγελματική εκπαίδευση
ιδιωτική εκπαίδευση
μέση εκπαίδευση
περιβαλλοντική εκπαίδευση
πρωτοβάθμια εκπαίδευση
Primarstufe r.ż.
πρωτοβάθμια εκπαίδευση
σχολική εκπαίδευση
Schulbildung r.ż.
τεχνική εκπαίδευση
τριτοβάθμια εκπαίδευση
υποχρεωτική εκπαίδευση SZK.
Schulpflicht r.ż.

Przykładowe zdania ze słowem εκπαίδευση

εκπαίδευση r.ż. δασκάλου
δευτεροβάθμια εκπαίδευση
νομική εκπαίδευση
πρωτοβάθμια εκπαίδευση
δημόσια εκπαίδευση
τριτοβάθμια εκπαίδευση
ανώτατη εκπαίδευση
ανωτέρα εκπαίδευση
δημοτική εκπαίδευση
εκπαίδευση ενηλίκων
επαγγελματική εκπαίδευση
ιδιωτική εκπαίδευση
μέση εκπαίδευση
περιβαλλοντική εκπαίδευση

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский