grecko » niemiecki

εκφωνητής (εκφωνήτρια) [ɛkfɔniˈtis, ɛkfɔˈnitria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

1. εκφωνητής RADIO:

εκφωνητής (εκφωνήτρια)
Sprecher(in) r.m. (r.ż.)
Nachrichtensprecher(in) r.m. (r.ż.)

2. εκφωνητής (τηλεόρασης):

εκφωνητής (εκφωνήτρια)
Ansager(in) r.m. (r.ż.)

υφαντής [ifanˈdis] SUBST r.m. [iˈfandra], υφάντρια [iˈfandria] SUBST r.ż.

Weber(in) r.m. (r.ż.)

σαξοφωνίστας [saksɔfɔˈnistas] SUBST r.m., σαξοφωνίστα [saksɔfɔˈnista], σαξοφωνίστρια [saksɔfɔˈnistria] SUBST r.ż.

εκφώνησ|η <-εις> [ɛkˈfɔnisi] SUBST r.ż.

1. εκφώνηση (λόγος):

Rede r.ż.

2. εκφώνηση (θεμάτων κτλ):

Verlesung r.ż.

εκφων|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛkfɔˈnɔ] VERB cz. przech.

1. εκφωνώ (ανακοινώνω):

2. εκφωνώ (τα θέματα):

3. εκφωνώ (ονόματα):

εγωλατρία [ɛɣɔlaˈtria] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский