grecko » niemiecki

επιχειρηματικότητα [ɛpiçirimatiˈkɔtita] SUBST r.ż.

1. επιχειρηματικότητα (ικανότητα για επιχειρήσεις):

επιχειρηματικότητα

2. επιχειρηματικότητα (διαλεκτικότητα):

επιχειρηματικότητα

επιχειρηματικότητα SUBST

Hasło od użytkownika
επιχειρηματικότητα (ενασχόληση με επιχειρήσεις) r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский