grecko » niemiecki

εύκαμπτ|ος <-η, -ο> [ˈɛfkamptɔs] PRZYM. και przen.

άκαμπτ|ος <-η, -ο> [ˈakamptɔs] PRZYM.

1. άκαμπτος (πράγμα, κανόνες):

2. άκαμπτος (για άνθρωπο: που δεν υποχωρεί):

ευκάλυπτος [ɛfˈkaliptɔs] SUBST r.m.

δύσκαμπτ|ος <-η, -ο> [ˈðiskamptɔs] και przen.

ευκίνητ|ος <-η, -ο> [ɛfˈcinitɔs] PRZYM. (σβέλτος)

ευκαμψία [ɛfkamˈpsia] SUBST r.ż. και przen.

εύκαιρ|ος <-η, -ο> [ˈɛfcɛrɔs] PRZYM.

ευκατάστατ|ος <-η, -ο> [ɛfkaˈtastatɔs] PRZYM.

καμπτικ|ός <-ή, -ό> [kamptiˈkɔs] PRZYM.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский