grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „ηλεκτρόνιο“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

ηλεκτρόνιο [ilɛkˈtrɔniɔ] SUBST r.n.

ηλεκτρόνιο
Elektron r.n.
μη εντοπισμένο ηλεκτρόνιο
ανακρουόμενο ηλεκτρόνιο
δεσμευμένο ηλεκτρόνιο
ελεύθερο ηλεκτρόνιο
θερμό ηλεκτρόνιο
μονήρες ηλεκτρόνιο
οπτικό ηλεκτρόνιο
πρωτογενές ηλεκτρόνιο
ηλεκτρόνιο σθένους

Przykładowe zdania ze słowem ηλεκτρόνιο

ηλεκτρόνιο r.n. σθένους
ανακρουόμενο ηλεκτρόνιο
μονήρες ηλεκτρόνιο
δεσμευμένο ηλεκτρόνιο
ελεύθερο ηλεκτρόνιο
θερμό ηλεκτρόνιο
οπτικό ηλεκτρόνιο
πρωτογενές ηλεκτρόνιο
ηλεκτρόνιο σθένους
μη εντοπισμένο ηλεκτρόνιο

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский