grecko » niemiecki

καλοθελητής (καλοθελήτρα) [kalɔθɛliˈtis, kalɔθɛˈlitra] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

1. καλοθελητής (ο ευνοϊκά διατεθειμένος):

καλοθελητής (καλοθελήτρα)
Gönner(in) r.m. (r.ż.)

2. καλοθελητής (ο που προσποιείται τον φίλο):

καλοθελητής (καλοθελήτρα)

καλομίλητ|ος <-η, -ο> [kalɔˈmilitɔs] PRZYM.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский