grecko » niemiecki

κατοπτρικ|ός <-ή, -ό> [katɔptriˈkɔs] PRZYM.

κατοπτρικός
Spiegel-

κατοπτρικ|ός <-ή, -ό> [katɔptriˈkɔs] PRZYM.

1. κατοπτρικός (του καθρέφτη):

κατοπτρικός
Spiegel-

2. κατοπτρικός FIZ.:

κατοπτρικός

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский