grecko » niemiecki

μεταγραφή [mɛtaɣraˈfi] SUBST r.ż.

1. μεταγραφή (γραφή σε άλλη μορφή):

Umschrift r.ż.

μεταγρά|φω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [mɛtaˈɣrafɔ] VERB cz. przech.

1. μεταγράφω:

2. μεταγράφω PR.:

μεταλλογραφία [mɛtalɔɣraˈfia] SUBST r.ż.

μεταγοραστικ|ός <-ή, -ό> [mɛtaɣɔrastiˈkɔs] PRZYM.

μεταγωγή [mɛtaɣɔˈji] SUBST r.ż.

μεταγγ|ίζω <-σα, -σμένος> [mɛtaɲˈɟizɔ] VERB cz. przech.

1. μεταγγίζω (υγρό):

2. μεταγγίζω (αίμα):

μεταγλώσσα [mɛtaˈɣlɔsa] SUBST r.ż. INF.

μεταγαλαξίας [mɛtaɣalaˈksias] SUBST r.m. ASTRON.

μεταγλώττισ|η <-εις> [mɛtaˈɣlɔtisi] SUBST r.ż.

1. μεταγλώττιση (μετάφραση):

Übertragung r.ż.

2. μεταγλώττιση (ταινίας):

3. μεταγλώττιση INF.:

Kompilierung r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский