grecko » niemiecki

μεταμορφωτικ|ός <-ή, -ό> [mɛtamɔrfɔtiˈkɔs] PRZYM.

μεταμόρφωσ|η <-εις> [mɛtaˈmɔrfɔsi] SUBST r.ż.

1. μεταμόρφωση (γενικά):

Umwandlung r.ż. in +B.

2. μεταμόρφωση (με μάγια):

Verwandlung r.ż. in +B.

3. μεταμόρφωση BIOL.:

Metamorphose r.ż.

μεταμορφωτής [mɛtamɔrfɔˈtis] SUBST r.m.

1. μεταμορφωτής (άνθρωπος):

Reformator r.m.

2. μεταμορφωτής ELEKTROT.:

I . μεταμορφώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [mɛtamɔrˈfɔnɔ] VERB cz. przech.

1. μεταμορφώνω (γενικά):

2. μεταμορφώνω (κάνοντας μάγια):

II . μεταμορφώνομαι VERB cz. zwr. (με μάγια, επίσης κάμπια)

μεταμορφισμός [mɛtamɔrfizˈmɔs] SUBST r.m.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский